Δεν νομίζω ότι χρειάζεται να μακρηγορήσω για να αποδείξω ότι το πένθος ανήκει στα γενεαλογικά συστατικά της ελληνικής κουλτούρας. Τι σημαίνει αυτό; Σημαίνει ότι η ελληνική κουλτούρα είναι εθισμένη -για ιστορικούς, κοινωνικούς, ανθρωπολογικούς, γεωπολιτικούς και άλλους λόγους που περιγράψαμε- σε μια διαδοχή αποχωρισμών. Εν ολίγοις, είναι υποχρεωμένη να επεξεργάζεται μια σειρά απώλειες, οι οποίες -παρότι αποφεύγουμε να το παραδεχτούμε- ορίζουν την ιδιότυπη πολιτική συνθήκη της. Ο Σεφέρης εντόπισε τη «συγκίνηση» που νιώθουμε μπροστά σ' αυτήν την απώλεια με την αλληγορία του «άδειου βάθρου», του «βάθρου χωρίς άγαλμα», που στην κυριολεξία προσθέτει ένα αινιγματικό κενό, ένα ασυμπλήρωτο σημείο επαφής, ένα πέρασμα.
Δεν πρόκειται για απόσυρση, ούτε για την εαρινή μελαγχολία (που ο Νικόλαος Γύζης της προσέδωσε μορφή «συμφωνίας» το 1886), ούτε για το εξιδανικευμένο «φως το ανελέητο» του μεσογειακού «Ήλιου του Κρυπτού», ούτε για το πένθος του «χαμένου κέντρου» αλλά για το ότι το «κέντρο» αυτό είναι μεταβατικό, όντας στο κατώφλι, εκτεθειμένο. Αυτό ακριβώς είναι εκείνο που το καθιστά δυνατό προσδίδοντάς του διακριτό πολιτικό στίγμα ή, αν θέλετε, αυτή είναι η δύναμη της αδυναμίας του. Εδώ εδράζεται η μείζων ιδιαιτερότητα της πολιτισμικής παραγωγής στην Ελλάδα και όχι στις αρχαιόθεμες αναφορές (όπως πίστευε η Γενιά του '30) και σε άλλες «καινοτομίες» που θα αναζητηθούν αργότερα.
Μπορούμε, λοιπόν, να προσδώσουμε σ' αυτή τη συνύπαρξη του πένθιμου («στιγμές θλίψεως») με το ηδονικό («στιγμές ευδαιμονίας») γενικευμένο χαρακτήρα στη σύγχρονη καλλιτεχνική παραγωγή; Παρόλες τις εύλογες επιφυλάξεις που μπορεί να έχει κανείς, η απάντησή μου είναι καταφατική. Υπό την προϋπόθεση ότι δεν θα περιοριστούμε σε αυτούσιες αυτές τις έννοιες αλλά και στους τρόπους με τους οποίους φασματοποιούνται, ή υποδηλώνονται, μέσα από μια σειρά αντιμεταθέσεις, μορφώματα, συναρμογές, διασυνδέσεις και συμπεριφορές. Αν εξαιρέσουμε την υπερ-ερωτική «επεξεργασία του πένθους» στον Εμπειρίκο (που δεν βρήκε συνέχεια), κάποια από τα προαναφερθέντα στοιχεία τα συναντάμε με ρητό ή υπόρρητο τρόπο επανεγγεγραμμένα σε αρκετούς νεότερους καλλιτέχνες. Πράγμα που καταδεικνύει και τη διευρυμένη ανθεκτικότητα του υπερρεαλισμού και του μετασουρεαλισμού στη σύγχρονη ελληνική κουλτούρα.
Μιλώντας με όρους συμβατικής αισθητικής, από την ίδια παράδοση μοιάζει να αντλεί και η «αισθητική του γραφικού» (picturesque) -δηλαδή του αποσπασματικού και του ακανόνιστου- που είναι περισσότερο αναγνωρίσιμη στη νεότερη καλλιτεχνική παραγωγή απ' ότι η «αισθητική του κλασικού».
«Το μεγάλο δώρο του σουρεαλισμού στην αισθαντικότητα ήταν ότι ευθύμησε το πρόσωπο της μελαγχολίας», θα γράψει η Σούζαν Σόνταγκ. Και ο ελληνικός σουρεαλισμός τανύει και κινητοποιεί στο έπακρον μια τέτοια στάση, η οποία βρήκε συνέχεια στις γενιές των καλλιτεχνών που ακολούθησαν. Μια τέτοια διαπίστωση μπορεί να μας οδηγήσει σε μια διαφορετική θεώρηση του «χαροποιού πένθους»: Τι άλλο είναι το «χαροποιό πένθος» αν όχι μια απρόσμενη ευκαιρία χαράς που μας βοηθά να καταλάβουμε τι είναι αυτό που χάσαμε και χρειάζεται να περάσει μέσα από μια διαδικασία αποξένωσης και επανασυμφιλίωσης.
Αν -όπως μας έδειξε η ψυχανάλυση- αυτή είναι μια «εργασία του πένθους», χαροποιός είναι η ίδια η κατανόηση του κόσμου που προκύπτει από αυτήν την εργασία. Όπως η ιστορία έτσι και η σύγχρονη τέχνη στις σημερινές συνθήκες γίνονται μια διαδικασία πένθους. Τόσο η δημόσια ιστορία όσο και οι σύγχρονες καλλιτεχνικές και αρχιτεκτονικές πρακτικές στρέφονται περισσότερο στα ερείπια, στις απώλειες, στις απωθήσεις, στα τραύματα, στα συναισθήματα, στο σκοτεινό σαρκασμό και στις αμφιθυμίες. Ακριβώς επειδή υπάρχει απώλεια, μπορεί κανείς να καταλάβει και να ερμηνεύσει τον κόσμο. Η παραγωγή νοήματος (συμπεριλαμβανομένου και του καλλιτεχνικού) είναι ανάλογη με εκείνη της απώλειας.
Με τον τρόπο αυτό ορίζεται και η διαδικασία ανάκτησης του εαυτού και του συλλογικού υποκειμένου στον ορίζοντα της απώλειας. Επομένως, αυτό που γεννάει το «χαροποιό πένθος» δεν είναι το παρελθόν της απώλειας αλλά το μέλλον. Αν υπάρχει εδώ μια διαλεκτική της μίμησης, αυτή έγκειται στο γεγονός ότι μέσα από τις πρακτικές του «χαροποιού πένθος» δεν μιμούμαστε την απώλεια αλλά, κατά κάποιο τρόπο, το αμίμητο που έρχεται. Να γιατί το «χαροποιό πένθος» διαπερνά την ελληνική τέχνη σαν μια στερεοποιημένη ιδέα, σαν αντανάκλαση μιας αμφίθυμης ψυχικής κατάστασης, η οποία γίνεται ραγδαία νοηματοδότητη που προσδίδει στα έργα συμβολικό εκτόπισμα.
Είναι δύσκολο να μπορέσουμε να καταλάβουμε τη νεότερη και νεότατη καλλιτεχνική δημιουργία στην Ελλάδα απομονώνοντάς την από το τριμερές σχήμα που έχει στη διάμεση γλυφή το πένθος, στο ένα άκρο τη μελαγχολία και στο άλλο το χαροποιό πένθος, το οποίο αποκλιμακώνει και προσδίδει στις δύο πρώτες έννοιες μια ξαφνική αίσθηση χαράς ή «μαύρου χιούμορ». Είναι πιθανόν η απόδοση στην ελληνική γλώσσα της λέξης «χιούμορ» ως «κλαυσίγελως», στο πλαίσιο του «αθηναϊκού ρομαντισμού» του 19ο αιώνα, να ήθελε να μιμηθεί την ερεθιστική ανάμιξη των αντιφατικών αυτών συναισθημάτων στην οποία εντάσσεται και το χαροποιό πένθος. Μπορεί να αντιληφθεί κανείς περισσότερα για την ελληνική κουλτούρα από τη στιγμή που θα μυηθεί σε τέτοιες αναμίξεις και αμφισημίες, σε κράματα όπως ο «κλαυσίγελως», ο «τραγέλαφος», η «ιλαροτραγωδία» και, βέβαια, το «χαροποιό πένθος».
Η τριπλή, λοιπόν, αυτή συνθήκη μελαγχολία-πένθος-χαροποιό πένθος έχει να κάνει και με τους τρεις συντελεστές της καλλιτεχνικής πράξης (καλλιτέχνης-έργο-παρατηρητής), συστήνοντας μια προνομιούχα περιοχή από την οποία οι περισσότεροι ανασύρουν στοιχεία σύγχρονης ευαισθησίας, ίχνη της ματαιωμένης νεωτερικότητας, «δηκτική ειρωνεία», συμβολικά αποθέματα και ασυνεχείς θραυσματικές μορφές που είναι συλλέξιμες όπως τα αρχαία ερείπια. Αν τα έργα των αρχαίων έφτασαν σ' εμάς με την αποσπασματική μορφή σπαραγμάτων, όπως έλεγαν οι ρομαντικοί, τα περισσότερα από τα έργα των νεότερων καλλιτεχνών γίνονται εξαρχής σπαράγματα.
Η παρατεταμένη αμφιθυμία και η ασάφεια -που μερικοί θεωρούν ότι βρίσκονται στις ανθρωπολογικές καταβολές της σύγχρονης ελληνικής ιδιοσυγκρασίας (άρα και της σοβούσας κρίσης)- είναι και αυτά αποτέλεσμα της τριμερούς αυτής συνθήκης. Από αυτή την αμφιθυμία αντλούν οι άλυτες διαταραχές και οι εντάσεις γύρω από τις οποίες συγκροτείται και το περιβόητο ζήτημα της πολιτισμικής ταυτότητας. Σήμερα πια μπορούμε να υποψιαστούμε ότι η πολυπόθητη για πολλούς αυτή ταυτότητα δεν μπορεί να υπάρξει παρά μόνο σε διαρκή αναστολή και εκκρεμότητα. Θέλω να πω ότι παραμένει επιθυμητή επειδή ακριβώς είναι κατ' ουσίαν αδύνατη, ελλειπτική και εκκρεμής. Όσο πιο ανέφικτη γίνεται τόσο περισσότερο τείνουμε προς αυτήν. Με ψυχαναλυτικούς όρους, θα λέγαμε ότι το ζήτημα της πολιτισμικής ταυτότητας εμφανίζεται υπό προϋποθέσεις στο σημείο της έλλειψης του, στον τόπο όπου ακριβώς απουσιάζει. Αυτή ακριβώς είναι η τοπολογία της σύγχρονης τέχνης στην Ελλάδα.
Το ερώτημα που ανακύπτει εδώ είναι αν μπορεί να υπάρξει σύγχρονος ελληνικός πολιτισμός χωρίς αυτά τα χαρακτηριστικά; Μ' ένα λόγο, αν ανήκουν στο «ανεπανόρθωτο» και στο «είναι-τέτοιος» ενός πολιτισμού που του δίνουν τη δυνατότητα να «λαμβάνει χώρα»: «βάσανο και η πηγή του» ταυτόχρονα.
Το ερώτημα αυτό μας επαναφέρει στη συνθήκη της υπο-νεωτερικότητας, η οποία λειτουργεί περισσότερο ως εκκρεμότητα παρά ως κατάληξη, ως σύμπτωμα παρά ως κάποια λύση. Δεν θα είχε νόημα να εξετάσουμε εδώ το ιλιγγιώδες ζήτημα της δυτικής νεωτερικότητας όπως αυτή διαμορφώθηκε μετά το διαφωτισμό. Περιορίζομαι απλά να προσθέσω πως αν θα είχε σε κάτι να συμβάλλει η ελληνική υπο-νεωτερική κουλτούρα είναι ακριβώς η κριτική ενσωμάτωση της αναχρονιστικής αδύναμης στιγμής και των διεργασιών του τριμερούς αυτού σχήματος μελαγχολία-πένθος-χαροποιό πένθος, οι οποίες δεν μπορούν αποκτήσουν κυριαρχικό χαρακτήρα, ούτε να ολοκληρωθούν, παράγοντας συνεχώς υπόλοιπα, υπολείμματα και μετατοπίσεις.
Αυτό το υπόλειμμα και το συμπλήρωμα της νεωτερικότητας μας δίνει τη δυνατότητα να οικειοποιηθούμε τη «διγλωσσία» και ταυτόχρονα να είμαστε «ξένοι σε μια γλώσσα». Πρόκειται για ένα αμετάφραστο υβρίδιο εντοπιότητας και εκτοπισμού, ένα «διπλό δεσμό» κι ένα κατώφλι ανάμεσα στο πολύτιμο και το απόβλητο, στην αποξένωση και την υπερταύτιση, στην εγγύτητα και την απόσταση, στη μεθόριο και το πέρασμα. Υπ' αυτήν την έννοια η δυτική νεωτερικότητα γίνεται ατελής, δηλαδή είναι πάντοτε η σχέση με το έλλειμμα, που μόνο έτσι κρατά ζωντανή τη σχέση με τις «δημιουργικές, διονυσιακές δυνάμεις του κάτω κόσμου». Θέλω να πω ότι, η υπο-νεωτερικότητα δεν είναι ούτε το απόβλητο, ούτε το τέλος της νεωτερικότητας, αλλά το σημείο επαναφοράς στις αφετηριακές της εκκρεμότητες.
Όπως έλεγε και ο Κ. Π. Καβάφης στον E. M. Forster, χρειάζεται να καταλάβουμε «ότι έχουμε χρεοκοπήσει εδώ και πολύ καιρό». Και αυτή είναι ουσιαστικά μία δύναμη που δεν χάνει την επίγνωση της αδυναμίας της. Εδώ έγκειται και ο ιδιαίτερος χαρακτήρας της σύγχρονης τέχνης στην Ελλάδα.

http://www.avgi.gr/article/759907/upo-neoterikotita-kai-aisthitiki-tou-xaropoiou-penthous